λάθα

λάθα
λᾱθα (-α, -ας, -αν.)
a act., not remembering, forgetting, forgetfulness

ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος O. 7.45

and so a desired forgetting, escape,

λάθα δὲ πότμῳ σὺν εὐδαίμονι γένοιτ' ἄ·ν O. 2.18

Οὐλία παῖς ἔνθα νικάσαις δὶς ἔσχεν Θεαῖος εὐφόρων λάθαν πόνων N. 10.24

b pass., not being remembered, obscurity,

πεντάκις Ἰσθμοῖ στεφανωσάμενος, Νεμέᾳ δὲ τρεῖς, ἔπαυσε λάθαν Σαοκλείδἀ N. 6.20

ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἧτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει (λήθη καὶ θάνατος. Σ.) N. 8.24

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λάθα — λάθα, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. λήθη …   Dictionary of Greek

  • λάθα — λάθᾱ , λάθος escape from detection neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) λά̱θᾱ , λᾶθος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) λά̱θᾱ , λήθη forgetting fem nom/voc/acc dual (doric) λά̱θᾱ , λήθη forgetting fem nom/voc sg (doric aeolic) λά̱θᾱ , λῆθος… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάθᾳ — λά̱θᾱͅ , λήθη forgetting fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακοιμώ — κατακοιμῶ, άω (Α) 1. κοιμάμαι χωρίς διακοπή, περνώ τη νύχτα «ξεῑνόν τινα χρήμασι πείσας κατεκοίμησε ἐς Ἀμφιάρεω», Ηρόδ.) 2. (συν. μτφ.) βάζω κάποιον να κοιμηθεί, αποκοιμίζω («οὐδέ... λάθα κατακοιμάσῃ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κοιμῶ «βάζω… …   Dictionary of Greek

  • λήθη — Ονομασία, στην αρχαιοελληνική μυθολογία, ενός από τους ποταμούς του Άδη. Από εκεί έπιναν νερό οι ψυχές των νεκρών για να ξεχάσουν την προηγούμενη ζωή τους. Ο Αριστοφάνης ονομάζει έτσι και μια πεδιάδα του Άδη, ενώ την ίδια ονομασία έφερε και μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”